αὐτοπραγία

αὐτοπραγία
αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία
free
fem nom/voc/acc dual
αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπρᾱγία
free
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)
αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία
free
fem nom/voc/acc dual
αὐτοπραγίᾱ , αὐτοπραγία
free
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτοπραγία — αὐτοπραγία, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πραγία < (θ.) πραγ , πέπραγα, παρακμ. του πράσσω ( ττω)] …   Dictionary of Greek

  • αὐτοπραγίας — αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπρᾱγία free fem gen sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem acc pl αὐτοπραγίᾱς , αὐτοπραγία free fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοπραγίαν — αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπρᾱγία free fem acc sg (attic doric aeolic) αὐτοπραγίᾱν , αὐτοπραγία free fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοπραγώ — αὐτοπραγῶ ( έω) (Α) [αυτοπραγία] 1. ενεργώ ανεξάρτητα 2. κάνω τη δουλειά μου μόνος μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”